- εὐαλαζόνευτος
- εὐᾰλαζόνευτος, ον,A easy to pretend about, Arist.Rh.1390b21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευαλαζόνευτος — εὐαλαζόνευτος, ον (Α) (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός για τον οποίο είναι συνηθέστερο ή ευχερέστερο να καυχάται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλαζονεύομαι] … Dictionary of Greek
εὐαλαζόνευτον — εὐαλαζόνευτος easy to pretend about masc/fem acc sg εὐαλαζόνευτος easy to pretend about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαλαζόνευτα — εὐαλαζόνευτος easy to pretend about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)